δεινοπαθώ — δεινοπαθώ, δεινοπάθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δεινοπαθώ — ησα, δεινοπαθημένος, κακοπαθώ, υποφέρω, δυστυχώ, ταλαιπωρούμαι: Δεινοπάθησα για να φτάσω εδώ που βρίσκομαι στη ζωή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεινοπαθῶ — δεινοπαθέω complain loudly of sufferings pres subj act 1st sg (attic epic doric) δεινοπαθέω complain loudly of sufferings pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιοπαθώ — ( έω) (Α ἀναξιοπαθῶ) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] δεινοπαθώ άδικα, χωρίς να φταίω αρχ. αγανακτώ επειδή δεινοπαθώ άδικα … Dictionary of Greek
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
δεινοπάθεια — η (AM δεινοπάθεια) [δεινοπαθώ] νεοελλ. φοβερή ταλαιπωρία αρχ. μσν. μεμψιμοιρία, παράπονο … Dictionary of Greek
δεινοπάθημα — το φοβερό πάθημα, δεινή ταλαιπωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινοπαθώ. Η λ. μαρτυρείται στο Λεξικό τής Ελληνικής Γλώσσης τού Αθαν. Σακελλαρίου] … Dictionary of Greek
δεινοπάθηση — η (AM δεινοπάθησις) [δεινοπαθώ] η δεινοπάθεια … Dictionary of Greek
δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… … Dictionary of Greek
εναλγούμαι — ἐναλγοῡμαι ( έομαι) (Μ) υποφέρω, δεινοπαθώ … Dictionary of Greek